планируемый - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

планируемый - translation to Αγγλικά


планируемый      

см. тж. намеченный


• During the period of projected use ...


• Many institutes would participate in the design and development of the proposed observatory.

planned depreciation      

бухгалтерский учет

планируемый износ

планируемая [расчетная] амортизация (амортизация, рассчитанная исходя из срока полезного действия актива по одному из методов амортизации)

planning costs      

строительное дело

планируемые расходы (затраты)

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για планируемый
1. Планируемый объем инвестиций менеджер назвать отказался.
2. Планируемый срок окупаемости Джеованис назвать не смог.
3. Планируемый объем финансирования - 60 млрд рублей.
4. Планируемый объем инвестиций в проект - $800 млн.
5. Планируемый объем инвестиций оценивался в $520 млн.
Μετάφραση του &#39планируемый&#39 σε Αγγλικά